- προάγω
- ΝΜΑ[άγω]1. οδηγώ κάποιον προς τα εμπρός, προπορευόμενος οδηγώ κάποιον κάπου («καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὅν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς», ΚΔ)2. ενεργώ ώστε να προοδεύσει κάποιος ή κάτι, να βελτιωθεί, να αναπτυχθεί (α. «χρέος μας είναι να προαγάγουμε το διεθνές κίνημα ειρήνης» β. «η χρήση τής νέας τεχνολογίας προάγει την εθνική οικονομία» γ. «καὶ νῡν τῷ αὐτῷ τρόπῳ πειρᾱσθε προαγαγεῑν τὴν πόλιν», Θουκ.)3. κάνω κάτι να γίνει περισσότερο, επαυξάνω («η εφαρμογή νέων τεχνικών μεθόδων θα προαγάγει τη γεωργική παραγωγή»)4. (σχετικά με πρόσ.) προβιβάζω κατά τάξη ή κατά βαθμό (α. «ο δάσκαλος ανακοίνωσε ότι θα προαχθούν όλοι οι μαθητές» β. «οι λοχαγοί θα προαχθούν σε ταγματάρχες» γ. «μάλιστα τοὺς Ἀθηναίους προαγαγεῑν εἰς δόξαν», Πλούτ.)νεοελλ.(η μτχ. μέσ. παρακμ.) προηγμένος, -η, -οναυτός που βρίσκεται σε ανώτερο βαθμό μόρφωσης και πολιτισμού («προηγμένα κράτη»)αρχ.1. συνοδεύω, προπέμπω2. προπορεύομαι («σοῡ προάγοντος ἐγὼ ἐφεσπόμην», Πλάτ.)3. (για στρατηγό) προπορεύομαι και οδηγώ το στράτευμα εμπρός4. επεκτείνω προς τα εμπρός5. παρουσιάζω, φανερώνω6. καθιστώ κάποιον μεγαλύτερο σε ηλικία, ενηλικιώνω («προῆγεν αὐτὸν ὁ χρόνος εἰς ὥραν», Ξεν.)7. φέρνω ενώπιον κάποιου, εμφανίζω («νεκρὸν εἰς τὸ φανερὸν προάγειν», Πλάτ.)8. προσάγω στο δικαστήριο9. παρακινώ, πείθω («δόλῳ τινὰ προάγειν», Ηρόδ.)10. προτιμώ, εκλέγω («προηγμέναι φυλαί» — εκλεκτές φυλές, Ιώσ.)11. εκφωνώ, απαγγέλλω12. (αμτβ.) (για λόγο) προτάσσομαι, προηγούμαι («ὁ δὲ προάγων λόγος ὅ γέ μοι ἀπείργασται», Πλάτ.)13. προχωρώ («τῆς ἡμέρας ἤδη προαγούσης», Πολ.)14. φτάνω («προάγειν εἰς τὰς ὀκτὼ μυριάδες», Φιλόδ.)15. εξέχω16. (για τον θεό ως δημιουργό τού σύμπαντος) δημιουργώ17. (για φυτά) παράγω18. εκπορνεύω, εκδίδω19. (ως απρόσ.) προάγεταιείναι προτιμότερο20. (μέσ. και παθ.) προάγομαια) βαίνω («προαγμένης τῆς πόλεως ἐπὶ συμφοράς», Ανδ.)β) προκόβω σε κάτι, παρουσιάζω βελτίωσηγ) ανατρέφω21. (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ προάγωντίτλος αξιωματούχου22. (η μτχ. αρσ. μέσ. παρακμ.) προηγμένοςεκλεκτός, διαλεχτός, εξέχων23. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ προηγμένα(ως όρος τής στωικής φιλοσοφίας) τα πράγματα που προτιμώνται από τους άλλους όχι ως τελείως αγαθά αλλά ως καλύτερα από τα τελείως κακά24. φρ. α) «οἱ προαγαγόντες εἰς φῶς» — οι γονείςβ) «τὴν πραγματείαν προάγειν εἰς τὸ πρόσθεν» — ενεργώ ώστε να υπάρχει βελτίωση στη σπουδή.
Dictionary of Greek. 2013.